- αυλητρίς
- ηβλ. αυλητής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὑλητρίς — αὐλητρίς , αὐλητρίς flute girl fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίς — flute girl fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδα — αὐλητρίς flute girl fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδας — αὐλητρίς flute girl fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδες — αὐλητρίς flute girl fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδι — αὐλητρίς flute girl fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδος — αὐλητρίς flute girl fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδων — αὐλητρίς flute girl fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίσι — αὐλητρίς flute girl fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίσιν — αὐλητρίς flute girl fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)